Μικρές ιστορίες 1940

Κατοχικά ανάλεκτα

(Κατάλοιπα , Α.Κατσιφής)

“Ηταν τα πρώτα χρόνια της γερμανοϊταλικής κατοχής .
Το φοβερό δράμα της πείνας κυριολεκτικά αποδεκάτιζε τον ελληνικό πληθυσμό στις πόλεις και στα χωριά της χώρας , ιδιαίτερα από το καλοκαίρι του 1941.
Η αναζήτηση τροφής ήταν το πρώτο μέλημα μικρών και μεγάλων , ενώ το λάδι, το ψωμί και τα λαχανικά, κουνουπίδι και λαχανίδια , είχαν καταστεί πολύτιμα τρόφιμα για τους κατοίκους.
Οι κατακτητές χρησιμοποιούσαν την οικονομία της χώρας και είχαν κατασχέσει όλα τα αποθέματα της παραγωγής, όπως το σιτάρι, τα τρόφιμα, τα ζώα για τις ανάγκες των στρατευμάτων τους, αλλά και για την ενίσχυση διατροφής των αξονικών λαών τούς. Με διαταγές των κατακτητών ορίστηκαν “μερίδες” με ελάχιστες ποσότητες τροφίμων που δικαιούντο να κατέχει κάθε οικογένεια και κάθε σπίτι. Η κατάσταση ήταν αφόρητη στις πόλεις και ιδιαίτερα στην ΑΘήνα και η πείνα άρχισε να θερίζει κατά χιλιάδες τον ελληνικό πληθυσμό, μεγάλο τμήμα του οποίου αναγκάστηκε να ξεχυθεί στα κοντινά χωριά γύρω από την πρωτεύουσα, σε αναζήτηση τροφής έστω και λίγης πρασινάδας!

Στα Οινόφυτα ζούσαν αρκετές αθηναϊκές οικογένειες μεμονωμένα άτομα καθώς και πολλοί περαστικοί.
‘Ενας από τους τελευταίους λιμπίστηκε τα τραγανά αχλάδια “κοντούλες” που αφθονούσαν στο χωριό και ενώ κόρεσε την αφόρητη πείνα του, έβαλε λίγα απο αυτά στις τσέπες του .
Το τοπικό όμως λαϊκό δικαστήριο είχε αντίθετη άποψη .΄Εκρινε τον άνθρωπο ως κλέφτη και του επέβαλε μια εξοντωτική ποινή που θα τον οδηγούσε ακόμη και στον θάνατο.
Πολλοί θεώρησαν την ποινή άδικη αλλά δεν τόλμησαν να αντιταχθούν στην καταδικαστική απόφαση. Τότε σηκώθηκε από τη θέση του ο πρόεδρος της κοινότητας Κωστής Σκλιάς. Είχε και άλλες φορές θέσει σε κίνδυνο την θέση του και την ζωή του ακόμα, ο τολμηρός αλλά και δίκαιος “Κωστής” όπως τον ονόμαζαν όλοι.
“Οχι” είπε “είναι άδικο”, και με την επιβολή του στους κατοίκους αλλά και τα μέλη του λαϊκού δικαστηρίου πήρε τον κατηγορούμενο παράμερα.
“Θα πληρώσω εγώ!” ακούστηκε να λέγει. Και πλήρωσε το σεβαστό ποσό απελευθερώνοντας τον κρατούμενο. Τον πήρε σπίτι του, τον τάισε με ότι είχε σώζοντάς τον την ζωή.
Αλλά η ζωή είναι ένας τροχός που γυρίζει και πολλές φορές είναι άβυσσος η πορεία της .
Για τους Ιταλούς αποφράδα ημέρα ήταν η 8η Σεπτεμβρίου 1943.
Ημέρα κατά την οποία η φασιστική Ιταλία έσκυψε τον αυχένα της και κατέρρευσε άνευ όρων.
Τα 8 εκατομμύρια λόγχες των κοκορόφτερων έγιναν αιχμές και σώμα του υπερφίαλου φασισμού και η σημαία του κυμάτισε για τελευταία φορά στις 10 Σεπτεμβρίου , μολύνοντας τον ιερό ουρανό της Αθήνας .

Την ίδια περίοδο Γερμανοί και Έλληνες αντιστασιακοί στράφηκαν προς τον πολύτιμο ιταλικό στρατιωτικό εξοπλισμό, ο καθένας για λογαριασμό του.
Στα Οινόφυτα, την στρατηγική σιδερένια γέφυρα των σιδηροδρόμων φύλαγε ιταλική στρατιωτική ομάδα, οπλισμένη με βαρύ οπλισμό.
0 γνωστός μας Κωστής έδρασε και πάλι. Κινήθηκε προς το ιταλικό απόσπασμα με σκοπό να περάσει στα χέρια των αντιστασιακών ο ιταλικός οπλισμός. Για κακή του τύχη είχαν προηγηθεί οι Γερμανοί , που κατείχαν το επίσης στρατηγικό σημείο στην κορυφή του λόφου, όπου υψωνόταν ο Μεσαιωνικός πέτρινος Πύργος και στέγαζε το ραντάρ των Γερμανών και είχε οχυρωθεί απο τους ίδιους.
Είχαν αφοπλίσει τους Ιταλούς και είχαν κατασχέσει τα όπλα τούς.
Ο άτυχος πρόεδρος Κωστής, όχι μόνον απέτυχε στην προσπάθειά του αλλά και συνελήφθη από τους Γερμανούς και οδηγήθηκε στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου μαζί με άλλους μελλοθάνατους.
Οι Γερμανοί με συνοπτικές διαδικασίες δεν άργησαν να τον εντάξουν στην ομάδα αυτών πού είχαν προς εκτέλεση. Σαν από μηχανής Θεός εμφανίστηκε ένας ένστολος τσολιάς και τον έδειξε με το δάχτυλό του.
“Τι Θέλεις εσύ εδώ;” Ο Οινοφύτης πρόεδρος στάθηκε απορημένος απέναντι στον άγνωστο φουστανελά που τον τραβούσε έξω από την γραμμή των μελλοθανάτων .. . Η απορία για τον ουρανοκατέβατο σωτήρα του έγινε απέραντη ευγνωμοσύνη , όταν οι συστάσεις απέδειξαν ότι ο ένστολος τσολιάς, δεν ήταν άλλος από τον κλέφτη αχλαδιών που είχε σώσει ο ίδιος λίγα χρόνια νωρίτερα.

“Πουσ-Λικ”

Στο βιβλίο του ¨Κατάλοιπα ¨ο κ. Αθανάσιος Κατσιφής , μας περιγράφει δυο ιστορίες που διαδραματίστηκαν στο πηγάδι “πουσ-λικ”

 
1. Μια πράξη παιδικής αντίστασης

‘Οχι δεν αρνηθήκαμε το συσσίτιό μας και δεν.. .πήραμε τα όπλα. Μια μικρή ομάδα 2-3 παιδιών στεκόμασταν στην άκρη της δημοσιάς, πάνω στο πηγάδι το “Πουσ-λίκ”, όπως το αποκαλούσαμε. Οι Γερμανοί είχαν ηττηθεί και με τα τεθωρακισμένα τους εγκατέλειπαν την χώρα. Περνούσαν από μπροστά μας και εμείς σηκώσαμε τα χέρια μας και με τα δάχτυλά μας σχηματίσαμε το σχήμα της… ήττας!
Γνωρίζαμε ότι για τον νικητή με το μεγάλο δάχτυλο δείχναμε τον ουρανό και για τον ηττημένο τη γη. Στην αφέλειά μας το σχήμα της ήττας λίγο έλειψε να στοιχήσει την ζωή μας! Το πυροβόλο ενός τανκ στράφηκε κατά πάνω μας, αλλά ένα χέρι απέτρεψε τον χειριστή να μας πυροβολήσει…
 
2. Πως μια γυναίκα έσωσε τα Οινόφυτα

Ο οικισμός των Οινοφύτων βρίσκεται μεταξύ δύο σημαντικών κόμβων επικοινωνίας .Βόρεια του χωριού και μέσα στα όριά του βρίσκεται ο οδικός άξονας της Εθνικής οδού Αθηνών Θεσσαλονίκης , ενώ στα νότια βρίσκεται ο σιδηροδρομικός άξονας που συνδέει την πρωτεύουσα με την υπόλοιπη Ελλάδα.
Εκεί που σήμερα βρίσκεται η Εθνική οδός, στα πέτρινα χρόνια περνούσε ‘Δημόσια” που συνέδεε την ΑΘήνα με την Χαλκίδα καθώς και με τη Θήβα. Αυτήν τη Δημόσια ακολουθούσε μια ισχυρή γερμανική φάλαγγα στην πορεία της από τον Αυλώνα προς το Σχηματάρι.
Φθάνοντας στα Οινόφυτα -τότε λέγονταν Στανιάτες- σταμάτησε στη διασταύρωση του δρόμου προς το Δήλεσι, όπου το παλιό πηγάδι πουσ-λίκ. Τελικά μετά από μια σύντομη επισκόπηση των χαρτών που είχαν μαζί τους, αντί να συνεχίσουν προς Σχηματάρι, πήραν τον δρόμο προς Οινόφυτα.
Στο πηγάδι πότιζε τα ζώα της μια ηλικιωμένη γυναίκα του χωριού και έτρεξε αλαφιασμένη να τους δείξει με νοήματα τον σωστό δρόμο. Οι Γερμανοί γύρισαν πίσω και συνέχισαν προς Σχηματάρι. Στο χωριό και σε επίκαιρα σημεία του είχε ακροβολιστεί μια μικρή ομάδα ανταρτών και περίμεναν τους Γερμανούς με το δάκτυλο στη σκανδάλη.
Ο αριθμός τους όμως και ο οπλισμός τους δεν ήταν ικανός να αντιπαρατεθεί σε μια τόσο ισχυρή στρατιωτική ομάδα, που διέθετε βαρύ οπλισμό και συνοδευόταν με βαριά στρατιωτικά οχήματα προσωπικού, τανκς κλπ.
Επιπλέον η δύναμη των Γερμανών ήταν πολλαπλάσια αυτής των ανταρτών και το αποτέλεσμα θα ήταν κατά μαθηματικό τρόπο υπέρ των Γερμανών.
‘Ενας ακόμη λόγος ήταν ότι οι κατακτητές διατηρούσαν ισχυρότατες δυνάμεις στις πόλεις των Θηβών, της Χαλκίδας αλλά και στον Ωρωπό και στον Αυλώνα. Η τύχη της μάχης Θα ήταν προδιαγεγραμμένη και του οικισμού των Οινοφύτων επίσης.

Το πηγάδι πουσ-λικ έχει πια σκεπαστεί. Απέναντί του στην άλλη πλευρά του δρόμου υπάρχει το έργο του ζωγράφου & γλύπτη Αλέξανδρου Μ. Λιάπη με την ονομασία “ΠΟΥΣ –ΛΙΚ”.

 

 

Επιστρέφοντας από το μέτωπο…

Την συγκεκριμένη ιστορία την αφηγήθηκε ο Αλέξανδρος Αν. Λιάπης , όπως του την είχε διηγηθεί ο Μιλτιάδης Λιάπης του Αλέξανδρου και της Παρασκευής (μπάρμπα Μέλιος ).

…Γυρίζανε με τα πόδια  και ένας είχε πάρει ένα μουλάρι, το είχε πάρει ο μπάρμπα Σωτήρης ο Νίκας, φορτώνανε πάνω … ο Θόδωρος ο Τσαπάρας, που γυρίζανε… όλοι μαζί… όλοι… και στο δρόμο τους το πήραν άλλοι εκεί που κοιμόντουσαν…τους το λύσαν σιγά σιγά και τους το πήραν για να φύγουν για τα χωριά τους…

Είχανε πεινάσει …

Πήγαν να κλέψουν ένα γουρούνι …

Πως θα το κλέψουμε; (αναρωτιόταν ο μπάρμπα Μέλιος) γιατί άμα το σφάζαμε εκεί  θα μας  σκοτώναν…

Πάει ο Μέλιος, παίρνει κάτι που τρωγότανε, φτιάξανε ένα αγκίστρι και το ρίξανε σε ένα γουρούνι που ήταν  σε ένα σπίτι.

Το έφαγε το γουρούνι του κόλλησε στη γλώσσα και δεν μπορούσε να φωνάξει.

Το τραβάγανε σιγά σιγά …προς τα μέρος τους …μέχρι που το πήγαν μακριά και  το σφάξανε.

Ανάψανε μια φωτιά και το κάνανε κομμάτια κομμάτια…

Άλλοι είχανε την καραβάνα, το βάλανε στην καραβάνα και το μαγειρέψανε για να το φάνε με το λίπος που έβγαζε μόνο του…

Εγώ -λέει ο μπάρμπα Μέλιος- και κανα δυο δικοί μας άλλοι βάλαμε φωτιά και το ψήσαμε.

Αυτοί που το έκαναν στην καραβάνα… τους θέρισε η κοιλιά όλους… γιατί είχανε πείνα… ποιος ξέρει πόσο καιρό είχαν να φάνε, πόσες μέρες… και το ξίγκι που φάγανε… τους έκοψε την κοιλιά…

Τους λέγαμε λέει ο μπάρμπα Μέλιος  «ρε στα κάρβουνα» … «όχι έλεγαν αυτοί, γιατί γίνεται όλο στάχτη …»

Βρε η στάχτη θα μας πειράξει ; έλεγε ο μπάρμπα Μέλιος …

Και συνέχιζε σκεπτόμενος όλα  όσα είχε ζήσει …

Άχ Αλεκάκη θα σου πω κάτι … θα ΄ρθει μια μέρα που θα πείτε το ψωμί ψωμάκι …Εγώ δεν θα είμαι ,αλλά αυτή την κουβέντα να τη θυμάσαι .¨

¨Έλα βρε μπάρμπα Μέλιο του έλεγα, εδώ πάνε στη Σελήνη και συ μου λες …¨

«Αυτό που σου λέω να το θυμάσαι –ξαναείπε ο μπάρμπα Μέλιος -το ψωμί θα το πείτε ψωμάκι, δεν θα έχετε να φάτε. Εμείς όταν έπεφτε το ψωμί, ένα τόσο δα κομματάκι κάτω… το παίρναμε το φυσάγαμε, το σκουπάγαμε, κάναμε το σταυρό μας και το τρώγαμε. Εσείς κοίτα δω… το πετάτε… θα το πλερώσετε αυτό μια μέρα…»

 

 

Ο Γρηγόρης και οι χελώνες του

Στην κατοχική περίοδο, που το κρέας μόνο το μυρίζαμε κανα δυο φορές το χρόνο, ο μάστρο-Γρηγόρης το απολάμβανε σχεδόν καθημερινά.

Βέβαια κανείς δεν τολμούσε να χτυπήσει την πόρτα της καλύβας του για να διαπιστώσει τι μαγείρευε, όμως η τσίκνα και ο καπνός από την καμινάδα του τον πρόδιδαν.

Ουσιαστικά ήταν ζήτημα αν κάποιος από τους χωριανούς γνώριζε ποιός ήταν ο Γρηγόρης.

Η καλύβα του ήταν δίπλα στις σιδηροδρομικές γραμμές , όπου σήμερα είναι ο σταθμός του χωριού. Ήταν χτισμένη με πλίθρες και από τη σκεπή εξείχε η καμινάδα ή «φουγάρος» όπως τον αποκαλούσαμε.

Όση άγνοια είχαμε για την προέλευσή του, άλλο τόσο αγνοούσαμε τι έβραζε στην κατσαρόλα του.

Μετά από καιρό, ο σωρός των οστράκων στο πίσω μέρος της αυλής του έγινε αιτία να γίνει «βούκινο» στο χωριό.

Ο Γρηγόρης μαγειρεύει χελώνες!!!

Όσο και αν ήταν γαργαλιστικές οι μυρωδιές από την καλύβα, δεν τις άντεχαν πια τα άδεια στομάχια μας, αν και γουργούριζαν συνεχώς…

Αθανάσιος  Αλ. Κατσιφής, Κατάλοιπα

 

 
 

Έρευνα-επιμέλεια: Σοφία Α. Λιάπη
Διευθύντρια ΚΕΔΟ